Αγριοσυκιά
Κοινό είδος που φύεται χαμηλά σε δροσερές τοποθεσίες κοντά στην όχθη του ποταμού. Πολύ γνωστό από την αρχαιότητα και προστατευόμενο είδος για τους καρπούς του. Δίοικο είδος, που τα αρσενικά φυτά (οι αγριοσυκιές) δεν κάνουν βρώσιμους καρπούς, αλλά είναι απαραίτητα για την επικονίαση των θηλυκών φυτών της ήμερης συκιάς, που οι καρποί της είναι βρώσιμοι.
Τα σύκα της άγριας συκιάς φέρουν άνθη αρσενικά και θηλυκά ενώ η καλλιεργούμενη συκιά φέρει μόνο θηλυκά. Η επικονίαση των ανθέων της συκιάς γίνεται με τη βοήθεια ενός εντόμου που λέγεται ψήνας ( Blastofaga grossorum ). Ο ψήνας ολοκληρώνει την μεταμόρφωση του στο εσωτερικό της ανθοταξίας της αγριοσυκιάς που έχει άφθονα αρσενικά άνθη και όταν εξέρχεται (τέλειο πια έντομο ) από τις ταξιανθίες μεταφέρει στη ράχη του ποσότητα γύρης, η οποία επικονιάζει τα θηλυκά άνθη των άλλων ταξιανθιών καθώς το τέλειο έντομο επισκέπτεται τις άλλες ταξιανθίες για να εναποθέσει τα αυγά του.
Σε περιοχές που καλλιεργείται η συκιά αλλά δεν υπάρχουν άγριες συκιές οι παραγωγοί την κατάλληλη εποχή πηγαίνουν και συγκομίζουν αγριόσυκα και τα περνούν σε ένα σύρμα ή σχοινί ( 4-5 σύκα ανά αρμαθιά ) και τα κρεμούν στα δέντρα. Σε κάθε συκιά κρεμιούνται 3-4 αρμαθιές και αυτό επαναλαμβάνεται 3-4 φορές. Η κατάλληλη εποχή συγκομιδής και κρέμασμα των αγριόσυκων είναι από τις αρχές Ιουνίου μέχρι τις αρχές Ιουλίου.