Μοσχάτο–Σκοτωμένος-Μονή_Κορώνας-Τσαρδάκι
Προφίλ
ΤΣΑΡΔΑΚΙ
Περιγραφή
ΜΟΣΧΑΤΟ(ΔΕΞΑΜΕΝΗ)
Περιγραφή
B9 Μοσχάτο(υδραγωγείο)-Σκοτωμένος-Μονή Κορώνας-Τσαρδάκι
Βαθμός δυσκολίας: Εύκολο
Βατότητα: Καλή
Σήμανση:Καλήκόκκινος κύκλος σε κίτρινο τετράγωνο /κωδικός B9
Μήκος:1,9km.
Χρόνος πορείας:h επιστροφή:h
Συνολική ανάβαση/κατάβαση:+m/-m
Αφετηρία: Mοσχάτο(υδραγωγείο)(υψόμ. 533m) 39 18 59,40N 21 47 27,56E
Τερματισμός:Tσαρδάκι (υψόμ. 792m) 39 18 35,42N 21 46 38,60E
Η αφετηρία του μονοπατιού Β9 είναι στο υδραγωγείο, πάνω στην κεντρική άσφαλτο από το Μοσχάτο προς την λίμνη Πλαστήρα. Εκεί βρίσκεται και η αφετηρία του μονοπατιού Β10. Για να φτάσουμε εκεί πεζοί από την πλατεία του χωριού θα ανηφορίσουμε για 850 περίπου μέτρα ξεκινώντας με δυτική κατεύθυνση (όπως δείχνει ταμπέλα) μέσα από στενά δρομάκια μέχρι το πάνω μέρος του χωριού. Εκεί ακολουθούμε την άσφαλτο ανηφορικά, δεξιά, για περίπου 250 μέτρα και μετά την πρώτη κλειστή αριστερή στροφή του δρόμου συναντάμε δεξιά χωματόδρομο όπου βρίσκεται το τσιμεντένιο υδραγωγείο.
Από το υδραγωγείο ακολουθούμε τον δασικό δρόμο που κατευθύνεται δυτικά. Μετά από 500 περίπου μέτρα αφήνουμε τον δρόμο και περνάμε πλατύ κατάφυτο με πλατάνια ρέμα. Απέναντι ανηφορίζουμε ανάμεσα σε δάσος βελανιδιάς που αραιώνει μέχρι που στα 350 μέτρα συναντάμε σωρό από πέτρες. Είμαστε στο «σωρό του σκοτωμένου», όπως ονομάστηκε το σημείο από μια παλιά ιστορία με θύμα αντιζηλίας. Δεξιά μας, ψηλά, διακρίνουμε την μονή Κορώνας. Για να την επισκεφτούμε ακολουθούμε δεξιά τον ασφαλτόδρομο που συναντάμε μόλις βγούμε από λιβάδι με πετρόχτιστη βρύση. Για την μονή Κορώνας περπατάμε δεξιά/βόρεια ακολουθώντας τον ασφάλτινο δρόμο για 400 μέτρα. Για τη θέση Τσαρδάκι περνάμε απέναντι τον δρόμο και ανεβαίνουμε για ακόμη 150 μέτρα σε χωμάτινο δρομάκι μέχρι ένα μικρό εκκλησάκι. 100 μέτρα πιο δεξιά στην άσφαλτο είναι η ταβέρνα στο Τσαρδάκι
Κατεβάστε το αρχείο για χρήση gps απ’ εδώ
Τοπικά και Ιστορικά στοιχεία
Μοσχάτο
Το Μοσχάτο, απέχει 15 χλμ. από την Καρδίτσα. Είναι χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 450μ. με ωραία θέα στο θεσσαλικό κάμπο και στενά πλακόστρωτα δρομάκια. Διαθέτει αξιόλογη τουριστική υποδομή (ξενώνες, εστιατόρια) και ένα πανέμορφο περιβάλλον.
Ανήκει στο Δήμο Πλαστήρα και σ’ αυτό υπάγονται οι οικισμοί Τσαρδάκι και Αγ. Νικόλαος. Βρίσκεται στην Αμπελουργική ζώνη Μοσχάτου – Μεσενικόλα – Μορφοβουνίου. Πήρε το όνομά του στη δεκαετία του ’60 από την ποικιλία σταφυλιών «μοσχάτο», που καλλιεργούνταν στις εκτεταμένες αμπελοκαλλιέργειες του χωριού την εποχή εκείνη.
Η παλαιότερη ονομασία του χωριού ήταν Βλάσδο ή Μπλάσδου. Αναφορά στο χωριό υπάρχει σε επιγραφή της Μονής Πέτρας (1673), ενώ η παλαιότερη μαρτυρία ύπαρξης οικισμού με το όνομα Μπλάσδο (γύρω στα 1500), απαντάται σε πρόθεση της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων. Το χωριό κάηκε από τους Τούρκους το 1854 και από τους Γερμανούς το 1943.
Οι δύο ψησταριές στο κέντρο του χωριού,ανοιχτές όλο το χρόνο, προσφέρουν πολύ καλές υπηρεσίες, καταπληκτική θέα και δροσερό αεράκι τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς κυρίως μήνες.
Οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν ντόπιο μέλι, κρασί και τσίπουρο.
Οι 100 κάτοικοι που μένουν στο Μοσχάτο το χειμώνα, αυξάνονται σημαντικά κατά τους θερινούς μήνες.
Στις παρυφές του χωριού, ένα χιλιόμετρο πριν το χωριό, βρίσκεται πέτρινο παραδοσιακό γεφύρι. Χρονολογείται στα τέλη του 18ου αι. Είναι μονότοξο και χτισμένο από ασβεστόλιθο. Έχει ύψος 3μ. και άνοιγμα τόξου 6μ. Αναπαλαιώθηκε πρόσφατα και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση.
Ιερά Μονή Κορώνης
ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΙΕΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣ
Μέσα σ’ ἕνα πλῆθος μοναστηριῶν, τά ὁποῖα εἶναι διάσπαρτα στά Ἄγραφα τῆς Πίνδου, ξεχωρίζει ἡ Ἱερά Μονή Κορώνης, πάνω σ’ ἕνα φυσικό μετέωρο μπαλκόνι ἀπ’ ὅπου βλέπεις ὁλόκληρο τό Θεσσαλικό κάμπο κι’ ἀγναντεύεις ἀπό τόν Ὄλυμπο μέχρι τό Πήλιο καί τόν Τυμφρηστό.
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ εἶναι κτισμένη σέ περίοπτη θέση, σέ ὑψόμετρο 800 περίπου μέτρων, σέ μιά κατάφυτη πλαγιά ἀπό βελανιδιές καί καστανιές ἀληθινά μαγευτική, πού τό θρόϊσμα τῶν φύλλων καί τό κελάρυσμα τῶν δροσερῶν πηγῶν ἐναρμονίζονται μέ τό κελάδημα τῶν ἀηδονιῶν σέ δοξολογική προσευχή πρός τόν Δημιουργό Θεό.
Βρίσκεται δίπλα στήν Λίμνη Νικολάου Πλαστήρα καί συγκεκριμένα στήν ἀνατολική πλευρά της.
Ἡ ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἀρχίζει ἀπό τόν 12ο αἰώνα καί συγκεκριμένα ἀπὸ τὸ ἔτος 1123, ὅταν βρίσκεται μέ θαυμαστό τρόπο ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κορώνης πού γίνεται καί αἰτία τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Κτίτωρ τῆς Μονῆς εἶναι ὁ Αὐτοκράτορας Ἰωάννης ὁ Κομνηνός ὁ Β΄.
Οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης Θ΄ ὁ Ἱερομνήμων (1111 – 1134), Λέων ὁ Στυππής (1134 – 1143) καί Μιχαήλ Β΄ ὁ Κουρκουνᾶς (1143 – 1146) μέ Πατριαρχικά συγίλλια ἀναγνώρισαν τήν Μονή, ὡς Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή.
Ἡ Μονή καταστρέφεται ἀπό μεγάλο σεισμό τόν 16ο αἰώνα καί ξαναχτίζεται ἀμέσως μέ νέο κτίτορα τόν Ἀνδρέα Μποῦνο. Ἀπό τό κτιριακό συγκρότημα αὐτό σήμερα σώζεται μόνο τό Καθολικό, τό ὁποῖο πάρ’ ὅλες τίς ἐπεμβάσεις μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι διατηρεῖται σέ ἄριστη κατάσταση.
Τό Καθολικό εἶναι ἀφιερωμένο στή Γέννεση τῆς Θεοτόκου ἀνήκει στόν ἀθωνικό ρυθμικὸ τύπο καἰ εἶναι τρίκογχος τετρακιόνιος μετά τρούλου.
Οἱ τοιχογραφίες πού τό κοσμοῦν εἶναι τῆς ἰδίας ἐποχῆς καί ἔχουν ἁγιογραφηθεῖ ἀπό κάποιο μοναχό ἐπ’ ὀνόματι Δανιήλ «ἄζευκτο». Ὁ ἁγιογράφος ἀκολουθεῖ τήν «Κρητική Σχολή» καί δίνει ἰδιαίτερη βαρύτητα στά πρόσωπα καί στήν πτυχολογία τῶν ἐνδυμάτων.
Τό Καθολικό εἶναι «κατάγραφο». Μεταξύ τῶν τοιχογραφιῶν πού διακρίνονται εἶναι ὁ ἐνταφιασμός τῆς Θεοτόκου πάνω ἀπό τόν Νοτιοδυτικό κίονα τοῦ κυρίως ναοῦ, ἡ μετάστασις τῆς Θεοτόκου πάνω ἀπό τόν Βορειοδυτικό κίονα τοῦ κυρίως ναοῦ, ὁ κτίτωρ πού στέκεται ὄρθιος ντυμένος μέ τοπική ἐνδυμασία καί καρατώντας ὁμοίωμα τοῦ ναοῦ πού τό παραδίδει στήν Θεοτόκο πού εἰκονίζεται δίπλα του ἔνθρονη στόν δυτικό τοῖχο τοῦ Καθολικοῦ, καί τέλος ἡ Παναγία «Ἡ ἐπίσκεψις» στὸ χώρο τῆς λιτῆς.
Τό τέμπλο εἶναι ἔργο τῶν ἀρχῶν τοῦ 1700 καί ἔχει φιλοτεχνηθεῖ ἀπό λαϊκούς ξυλογλύπτες, μέ πιθανή καταγωγή ἀπό τήν Ἤπειρο καὶ θεωρεῖται ἀπό τά καλύτερα τοῦ Θεσσαλικοῦ χώρου. Εἶναι πλούσια διακοσμημένο μὲ παραστάσεις ἀπό τό φυτικό καί ζωϊκό βασίλειο. Στά θωράκιά του ὑπάρχουν ἀνάγλυφες παραστάσεις ἀπό τόν θρῆνο τῶν πρωτοπλάστων γιά τόν χαμένο παράδεισο καί τόν διωγμό τους ἀπ’ αὐτόν, τήν Θυσία τοῦ Ἀβραάμ καί τήν πορεία Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ στόν τόπο τῆς Θυσίας.
Οἱ εἰκόνες τοῦ τέμπλου εἶναι ἔργα τοῦ 16ου καί τοῦ 18ου αἰώνα.
Στή βορεινή πλευρά τοῦ Καθολικοῦ εἶναι προσκτισμένο Παρεκκλήσιο τό ὁποῖο χρονολογεῖται ἀπὸ τίς ἀρχές τοῦ 1700 καί εἶναι ἀφιερωμένο στὸν Τίμιο Πρόδρομο. Κτίτωρ εἶναι ὁ Ἀποστολάκης ἀπό τά Βραγγιανά τῆς Καρδίτσας, ὁ ὁποῖος εἰκονίζεται κρατώντας τήν εἰκόνα τοῦ Προδρόμου. Οἱ τοιχογραφίες εἶναι τοῦ 1739 λαϊκῆς τέχνης καί ἔχουν γίνει ἀπό κάποιο ἄγνωστο λαϊκό ἁγιογράφο.
Στήν Ἱερά Μονή (στά μέσα περίπου τοῦ 16ου αἰώνα) ἔρχεται γιά νά μονάσει ὁ Ἅγιος Σεραφείμ Ἀρχιεπίσκοπος Φαναρῖου καί Νεοχωρίου. Ἡ ὑπακοή του καί ἡ ἀγάπη του γιά τόν Χριστό τόν ὁδηγοῦν στά ὕπατα ἀξιώματα. Ἔτσι, χειροτονεῖται διάκονος καί ἀργότερα πρεσβύτερος καί μετά τὴν ἐν Κυρίῳ κοίμηση τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς, οἱ πατέρες ἐκλέγουν ὡς νέο Ἡγούμενο, τόν Σεραφείμ. Ποιμένας ψυχῶν πλέον ὁδηγεῖ τά παιδιά του «εἰς νομάς σωτηρίους» καί γίνεται παράδειγμα πρός μίμηση, ἡ φήμη δέ τῆς ἀσκητικῆς καί ἁγίας ζωῆς του φτάνει μέχρι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Μετά τὸν θάνατο ἐπισκόπου Φαναρίου καί Καππούης Λαυρεντίου, τό 1587, ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἐκλέγει ὡς Ἀρχιεπίσκοπο Φαναρίου καί Νεοχωρίου τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κορώνης, Σεραφείμ.
Ἡ δράση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ εἶναι τέτοια πού προκαλεῖ τήν ὀργή καί τό μένος τῶν Τούρκων. Ἡ ἐπανάσταση τοῦ Διονυσίου, τοῦ Φιλοσόφου (Σκυλοσόφου) τό ἔτος 1600, δίδει τὴν ἀφορμή στοὺς Τούρκους νὰ τὸν κατηγορήσουν ὅτι ἔλαβε μέρος σ΄ αὐτή. Γι’ αὐτό καὶ τόν συλλαμβάνουν καί τὸν πιέζουν νά ἀλλάξει τήν πίστη του, γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωὴ του. Ἐκεῖνος ἀρνεῖται καί ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἀρχίζει τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ, τόν μαστιγώνουν, βάζουν ἐπάνω του μία μεγάλη πέτρινη πλάκα, τοῦ κόβουν τήν μύτη, τόν σουβλίζουν ζωντανό καί τέλος, τόν ἀποκεφαλίζουν. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Σεραφείμ παραδίδει τήν ἁγία του ψυχή στὸν Χριστὸ τὴν 4η Δεκεμβρίου τοῦ 1601 στήν ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς του, τό Φανάρι Καρδίτσης. Τό σῶμα του δέν ξέρουμε τί ἔχει γίνει. Ἡ Ἁγία του Κάρα φυλάσσεται στήν Μονή τῆς μετανοίας του, τήν Μονή Κορώνης, ποὺ εἶναι ἄγρυπνος φρουρός καὶ προστάτης.
Ὅπως ὅλα τά Μοναστήρια μας, ἔτσι καί ἡ Μονή τῆς Κορώνης, κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ἔπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στή διατήρηση τῆς ἐθνικῆς μας αὐτογνωσίας, ἀφοῦ εἶχε προνόμια λόγω τῆς συνθήκης τοῦ Ταμασίου (10 Μαίου 1525). Ἔτσι στήν Μονή λειτούργησε σχολή ἀνωτέρου ἐπιπέδου, στήν ὁποία δίδαξαν ἐξέχουσες προσωπικότητες, ὅπως ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος καί ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἐνῶ ἡ παράδοση ὁμιλεῖ γιὰ λειτουργία «Κρυφοὺ Σχολειοὺ», στὴν Ἱερὰ Μονὴ κατά τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας.
Οἱ ἐθνικές περιπέτειες τῶν νεοτέρων χρόνων δέν ἄφησαν ἀπείραχτη τήν Ἱερά Μονή. Κατὰ τήν περίοδο τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς ἡ Μονή βρέθηκε στό ἐπίκεντρο τῶν μαχῶν μεταξύ Ἑλλήνων πατριωτῶν καί Γερμανῶν κατακτητῶν, ἐπιδή ἦταν κέντρο ἐθνικῆς ἀντιστάσεως, γι’ αὐτό οἱ Ναζί προσπάθησαν ἐπί τρεῖς ἡμέρες νά τήν βομβαρδίσουν, εὐτυχῶς, χωρίς ἀποτέλεσμα. Ὅμως ἡ ὀργή τους ἦταν τέτοια πού τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ, 3 Δεκεμβρίου 1943, ἔρχονται σ’ αὐτή καί τήν παραδίδουν στίς φλόγες, ἀφοῦ προηγουμένως δολοφονοῦν στὴν εἴσοδο τοῦ Καθολικοῦ τόν κηπουρό τῆς Μονῆς, ὀνόματι Ἀντώνιο. Ὁ Ἀντώνιος εἶχε μείνει φύλακας στή Μονή μιάς καί ὁ Ἡγούμενος μέ τούς πατέρες εἶχαν πάρει ὅσα κειμήλια μποροῦσαν καί ἔφυγαν γιά νά τά σώσουν ἀπό τήν καταστροφή.
Τό μένος τῶν Γερμανῶν ἦταν τέτοιο ὥστε, ἔβαλαν φωτιά καί μέσα στό Καθολικό, ρίχνοντας νά καοῦν στασίδια, εἰκόνες, χειρόγραφα καί ἄλλα κειμήλια τῆς Μονῆς. Μεταξύ ὅλων αὐτῶν καί τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς «Παμακαρίστου» τοῦ τέμπλου, ἡ ὁποία σώθηκε ἐκ θαύματος, ἀφοῦ ἡ μόνη φθορά πού ὑπέστη ἦταν τό «φούσκωμα» τοῦ χρυσοῦ ἐπικαλύμματος.
Κατά τήν διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου, τό Μοναστήρι καί πάλι βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῶν συγκρούσεων μέ ἀποτέλεσμα τή φυγή τῶν μοναχῶν. Μετά τό τέλος τῆς δραματικῆς ἐκείνης περιόδου ἐπανέρχεται ὁ Ἡγούμενος Ἀρχιμ. Ἰάκωβος Κουτρούμπας καί λίγοι μοναχοί, ἀλλά σιγά – σιγά ἡ ἀδελφότητα διαλύεται καί μένει μόνος ὁ Ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος μέ τό θάνατό του, τό 1967, κλείνει μία σημαντικὴ ἱστορική περίοδος τῆς Μονῆς. Ἀπό τότε μέχρι καί τά τελευταῖα χρόνια ἡ Μονή περνάει καί πάλι διάφορες περιπέτειες.
Σήμερα στήν Ἱερά Μονή εἶναι ἐγκατεστημένη ἀδελφότητα μοναχῶν, μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Καθηγουμένου αὐτῆς Ἀρχιμανδρίτου Μεθοδίου, ἡ ὁποία μέ τήν κατά Θεό ἄσκηση, τήν παροχή φιλοξενίας στοὺς προσκυνητές καί τήν φροντίδα ἀναστηλόσεώς της, αἰσιοδοξεῖ νά τῆς ξαναδώσει τὴν παλαιά της αἴγλη καί νά τήν καταστήσει ἕνα πνευματικό φάρο τῆς Θεσσαλίας, τῆς πατρίδος μας καί τῆς ὀρθοδοξίας γενικότερα.
Ἡ Ἱερά Μονή πανηγυρίζει στίς 8 Σεπτεμβρίου, τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, στό ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένο τό Καθολικό της καί στίς 4 Δεκεμβρίου, στή μνήμη τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ, Ἀρχιεπισκόπου Φαναρίου καί Νεοχωρίου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ Κάρα φυλάσσεται στήν Ἱερά Μονή.
Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς, ἐκτός ἀπό τά πνευματικά τους καθήκοντα, ἀσχολοῦνται μέ τήν παρασκευή μοσχοθυμιάματος, καθαροῦ κεριοῦ, καθώς καί τήν παραγωγή γαλακτοκομικῶν καὶ παραδοσιακῶν προϊόντων, σεβόμενοι τό περιβάλλον καί τίς μοναστικές ἐνασχολήσεις.